- στρίφνος
- ὁ, Α [στριφνός]1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶνἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στριφνός — στριφνός, ή, ό βλ. στρυφνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στριφνός — firm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρίφνος — tough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνός — ή, όν, Α 1. σταθερός, στερεός («ὀστέα στριφνότατα», Ιπποκρ.) 2. στιφρός* 3. δριμύς στη γεύση 4. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος («στριφνοὶ γέροντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα νός (πρβλ. πυκνός) που, κατά… … Dictionary of Greek
στριφνά — στριφνός firm neut nom/voc/acc pl στριφνά̱ , στριφνός firm fem nom/voc/acc dual στριφνά̱ , στριφνός firm fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνόν — στριφνός firm masc acc sg στριφνός firm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνότατα — στριφνός firm adverbial superl στριφνός firm neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνοί — στριφνός firm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνοῦ — στριφνός firm masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στριφνούς — στριφνός firm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)